<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d7758679\x26blogName\x3disms+end+schisms\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://qarcq.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3den_US\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://qarcq.blogspot.com/\x26vt\x3d8200749065121182551', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

isms end schisms

η ζωή, το σύμπαν & τα πάντα με δανεική ψηφιακή

It is the distant future, the Year...2010

Thursday, December 31, 2009


Sittin' up here watchin' all the lights blink down below
The Earth is turnin', why does it go so slow?
Thinkin' about the girl I left behind
Houston can you hear me or have I lost my mind?
Why me, why me?

I was waitin' on the pad, all systems were go
The man up in the tower was enjoyin' the show
Then I got this feelin' that I never had before
Hey, let me out of here, what am I here for?
Why me, why me?

There must be a thousand other guys
Must be some other way to look good in your eyes
Why am I up here, what do they see in me?
Must be one thousand other places to be
Why me?

The last man to leave here was never heard from again
He won't be back this way til 2010

Now I'm riding on a fountain of fire
With my back to the Earth, I go higher and higher
Why me, why me?

Why me, take anyone but me.

X-mas Tales part.1

Monday, December 28, 2009
Πρέπει να ήμουν στην πρώτη δημοτικού εκείνα τα Χριστούγεννα
και
ήμασταν ως συνήθως στη ‘γιαγιά και τον παππού’ για διακοπές.
Εγώ κοιμόμουν στο σαλόνι δίπλα στο δέντρο.
Θυμάμαι πως μου άρεσε να ξαπλώνω με τα φώτα του δέντρου αναμμένα, όπως θυμάμαι και τον πανικό που με τύλιγε όταν ξυπνούσα αργά το βράδυ στο απόλυτο σκότος.
Αδυνατώντας να προσδιορίσω χωροχρονικά το περιβάλλον μου, νόμιζα πως είχα τυφλωθεί και είτε χτυπώντας επανειλημμένα το γόνατό μου στο τραπεζάκι, στο κέντρο του δωματίου, είτε ψηλαφίζοντας τους τοίχους που με εγκλώβιζαν περιμετρικά, προσπαθούσα να βρω την έξοδο, προτού ο φόβος μου εντείνει τη φυσική ανάγκη, που είχε διακόψει -τον ήδη άστατο- ύπνο μου.
Και κάπως έτσι χτίζονταν εντός μου ο ορισμός της έννοιας ‘κόλασις’.

Όλα αυτά τα δεινά ήταν απόρροια μιας παλαιότερης οικογενειακής φοβίας, αυτής των πυρογενών χριστουγεννιάτικων φώτων.
‘Ο τελευταίος να σβήσει τα φώτα μην αρπάξουμε καμιά φωτιά’ ή ‘ βγάλ’ τα απ’την πρίζα μη μας βρούνε κάρβουνο το πρωί’ κ άλλες τέτοιες υπερβολές, τις οποίες δεν ήμουν πρόθυμος να συμμεριστώ.
Έτσι κάθε μέρα, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και να επαναφέρω το φωτισμό στο δέντρο.
Την ίδια ρουτινιάρικη διαδικασία θέλησα να ακολουθήσω και εκείνο το πρωινό,
όμως δεν πρόσεξα ότι ένα από τα δάχτυλά μου άγγιζε το γυμνό καλώδιο στην ουρά της φωτεινής συστοιχίας, εκεί στη βάση της χαλαρωμένης πρίζας.

Τα πάντα εντός του οπτικού μου πεδίου άσπρισαν προτού μαυρίσουν,
το σώμα μου αγκύλωσε, ενώ τα πνευμόνια μου έσφιξαν και τσαλακώθηκαν σα περιτύλιγμα από φαγωμένα Δρακουλίνια.
Θυμάμαι να σωριάζομαι άκαμπτος στο ξύλινο δάπεδο και να μην μπορώ να αναπνεύσω.
Αυτά θυμάμαι.
Όταν ξύπνησα αρκετή ώρα αργότερα, ένιωθα περίεργα.
Σηκώθηκα, έβαλα τα φώτα προσεκτικά στην πρίζα, άνοιξα την πόρτα και πήγα στο διπλανό δωμάτιο, όπου όλη η οικογένεια είχε ήδη ξυπνήσει και έπαιρνε το πρωινό της.
Κάθισα μαζί τους και δεν ανέφερα τίποτα.
Ποτέ.






























Πράξ. 9:3-18
3. Και καθώς πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό·
4. και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μια φωνή να του λέει: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; [...]
17. Και ο Ανανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Αγίου.
18. Κι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως·
και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε.

Θα το πω λαϊκά

Monday, December 07, 2009


Μπαίνουμε στο Χρυσοχόο
και θ' ανάψουνε φωτιές
οι καιροί καπνό θα φέρουν
έτσι λεν αυτοί που ξέρουν
κι όμως θα καούν.

Παραλείπω το ρεφρέν.
Είναι το σημείο που μηχανικά, ξέρουν και το τραγουδάνε όλοι.
Είναι εκείνο για το οποίο είναι σίγουροι
και δε διστάζουν να υψώσουν τη φωνή τους και να το βροντοφωνάξουν.