X-mas Tales part.1
Πρέπει να ήμουν στην πρώτη δημοτικού εκείνα τα Χριστούγεννα
και
ήμασταν ως συνήθως στη ‘γιαγιά και τον παππού’ για διακοπές.
Εγώ κοιμόμουν στο σαλόνι δίπλα στο δέντρο.
Θυμάμαι πως μου άρεσε να ξαπλώνω με τα φώτα του δέντρου αναμμένα, όπως θυμάμαι και τον πανικό που με τύλιγε όταν ξυπνούσα αργά το βράδυ στο απόλυτο σκότος.
Αδυνατώντας να προσδιορίσω χωροχρονικά το περιβάλλον μου, νόμιζα πως είχα τυφλωθεί και είτε χτυπώντας επανειλημμένα το γόνατό μου στο τραπεζάκι, στο κέντρο του δωματίου, είτε ψηλαφίζοντας τους τοίχους που με εγκλώβιζαν περιμετρικά, προσπαθούσα να βρω την έξοδο, προτού ο φόβος μου εντείνει τη φυσική ανάγκη, που είχε διακόψει -τον ήδη άστατο- ύπνο μου.
Και κάπως έτσι χτίζονταν εντός μου ο ορισμός της έννοιας ‘κόλασις’.
Όλα αυτά τα δεινά ήταν απόρροια μιας παλαιότερης οικογενειακής φοβίας, αυτής των πυρογενών χριστουγεννιάτικων φώτων.
‘Ο τελευταίος να σβήσει τα φώτα μην αρπάξουμε καμιά φωτιά’ ή ‘ βγάλ’ τα απ’την πρίζα μη μας βρούνε κάρβουνο το πρωί’ κ άλλες τέτοιες υπερβολές, τις οποίες δεν ήμουν πρόθυμος να συμμεριστώ.
Έτσι κάθε μέρα, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και να επαναφέρω το φωτισμό στο δέντρο.
Την ίδια ρουτινιάρικη διαδικασία θέλησα να ακολουθήσω και εκείνο το πρωινό,
όμως δεν πρόσεξα ότι ένα από τα δάχτυλά μου άγγιζε το γυμνό καλώδιο στην ουρά της φωτεινής συστοιχίας, εκεί στη βάση της χαλαρωμένης πρίζας.
Τα πάντα εντός του οπτικού μου πεδίου άσπρισαν προτού μαυρίσουν,
το σώμα μου αγκύλωσε, ενώ τα πνευμόνια μου έσφιξαν και τσαλακώθηκαν σα περιτύλιγμα από φαγωμένα Δρακουλίνια.
Θυμάμαι να σωριάζομαι άκαμπτος στο ξύλινο δάπεδο και να μην μπορώ να αναπνεύσω.
Αυτά θυμάμαι.
Όταν ξύπνησα αρκετή ώρα αργότερα, ένιωθα περίεργα.
Σηκώθηκα, έβαλα τα φώτα προσεκτικά στην πρίζα, άνοιξα την πόρτα και πήγα στο διπλανό δωμάτιο, όπου όλη η οικογένεια είχε ήδη ξυπνήσει και έπαιρνε το πρωινό της.
Κάθισα μαζί τους και δεν ανέφερα τίποτα.
Ποτέ.
Πράξ. 9:3-18
3. Και καθώς πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό·
4. και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μια φωνή να του λέει: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; [...]
17. Και ο Ανανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Αγίου.
18. Κι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως·
και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε.
και
ήμασταν ως συνήθως στη ‘γιαγιά και τον παππού’ για διακοπές.
Εγώ κοιμόμουν στο σαλόνι δίπλα στο δέντρο.
Θυμάμαι πως μου άρεσε να ξαπλώνω με τα φώτα του δέντρου αναμμένα, όπως θυμάμαι και τον πανικό που με τύλιγε όταν ξυπνούσα αργά το βράδυ στο απόλυτο σκότος.
Αδυνατώντας να προσδιορίσω χωροχρονικά το περιβάλλον μου, νόμιζα πως είχα τυφλωθεί και είτε χτυπώντας επανειλημμένα το γόνατό μου στο τραπεζάκι, στο κέντρο του δωματίου, είτε ψηλαφίζοντας τους τοίχους που με εγκλώβιζαν περιμετρικά, προσπαθούσα να βρω την έξοδο, προτού ο φόβος μου εντείνει τη φυσική ανάγκη, που είχε διακόψει -τον ήδη άστατο- ύπνο μου.
Και κάπως έτσι χτίζονταν εντός μου ο ορισμός της έννοιας ‘κόλασις’.
Όλα αυτά τα δεινά ήταν απόρροια μιας παλαιότερης οικογενειακής φοβίας, αυτής των πυρογενών χριστουγεννιάτικων φώτων.
‘Ο τελευταίος να σβήσει τα φώτα μην αρπάξουμε καμιά φωτιά’ ή ‘ βγάλ’ τα απ’την πρίζα μη μας βρούνε κάρβουνο το πρωί’ κ άλλες τέτοιες υπερβολές, τις οποίες δεν ήμουν πρόθυμος να συμμεριστώ.
Έτσι κάθε μέρα, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι και να επαναφέρω το φωτισμό στο δέντρο.
Την ίδια ρουτινιάρικη διαδικασία θέλησα να ακολουθήσω και εκείνο το πρωινό,
όμως δεν πρόσεξα ότι ένα από τα δάχτυλά μου άγγιζε το γυμνό καλώδιο στην ουρά της φωτεινής συστοιχίας, εκεί στη βάση της χαλαρωμένης πρίζας.
Τα πάντα εντός του οπτικού μου πεδίου άσπρισαν προτού μαυρίσουν,
το σώμα μου αγκύλωσε, ενώ τα πνευμόνια μου έσφιξαν και τσαλακώθηκαν σα περιτύλιγμα από φαγωμένα Δρακουλίνια.
Θυμάμαι να σωριάζομαι άκαμπτος στο ξύλινο δάπεδο και να μην μπορώ να αναπνεύσω.
Αυτά θυμάμαι.
Όταν ξύπνησα αρκετή ώρα αργότερα, ένιωθα περίεργα.
Σηκώθηκα, έβαλα τα φώτα προσεκτικά στην πρίζα, άνοιξα την πόρτα και πήγα στο διπλανό δωμάτιο, όπου όλη η οικογένεια είχε ήδη ξυπνήσει και έπαιρνε το πρωινό της.
Κάθισα μαζί τους και δεν ανέφερα τίποτα.
Ποτέ.
Πράξ. 9:3-18
3. Και καθώς πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό·
4. και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μια φωνή να του λέει: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; [...]
17. Και ο Ανανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Αγίου.
18. Κι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως·
και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε.
Ο θρίαμβος του φωτός.
Καλές γιορτές QarcQ. :)
1:08 PM
Hallelu-Jah!
Σας εύχομαι υγεία και διαρκής καλή διάθεση!
12:25 PM
Υμείς εστε το άλας της γης [...] Υμείς εστε το φως του κόσμου [...]
Ευτυχές το νέον έτος 2010. Και του χρόνου.
*
» Post a Comment